κηρούμαι

κηρούμαι
(I)
κηροῡμαι, -όομαι (Α) [κηρ (I)]
καταστρέφομαι, βλάπτομαι, έχω υποστεί ζημία.
————————
(II)
κηροῡμαι, -όομαι (Α)
(μέσ. και παθ. τού κηρώ, -όω) βλ. κηρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηρώνω — και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, όω) [κηρός] επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.) αρχ. μέσ. κηροῡμαι, όομαι (για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”